στεγάζειν

στεγάζειν
στεγάζω
cover
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεγάζω — ΝΜΑ [στέγη / στέγος] κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”